σύγκραση

σύγκραση
[-ις (-εως)] η смешивание; примешивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύγκραση" в других словарях:

  • σύγκραση — η / σύγκρασις άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, ήσεως, Α [συγκεράννυμι] 1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη 2. εκκλ. η ένωση με τον θεό αρχ. 1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ ἀθάνατος, ἀλλ ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.) 2. αστρον. ο… …   Dictionary of Greek

  • μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»